- ἀμπωτίζω
- ἀμπωτίζω, sich in der Ebbe zurückziehen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αμπωτίζω — ἀμπωτίζω (ΑΜ) [ἄμπωτις] (για τη θάλασσα) υποχωρώ, παρουσιάζω άμπωτη … Dictionary of Greek
ἀμπωτίζει — ἀμπωτίζω ebb and flow pres ind mp 2nd sg ἀμπωτίζω ebb and flow pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπωτίζοντα — ἀμπωτίζω ebb and flow pres part act neut nom/voc/acc pl ἀμπωτίζω ebb and flow pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπωτιζομένης — ἀμπωτίζω ebb and flow pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπωτίζειν — ἀμπωτίζω ebb and flow pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek